Το κουτί με τα χρώματα




Την ημέρα των γενεθλίων της , η μαμά της  Αναστασίας, της έκανε δώρο ένα μεγάλο ξύλινο κουτί γεμάτο από του κόσμου τα χρώματα. Μέσα εκεί έβρισκες  ό, τι τραβούσε η όρεξη ενός μικρού ζωγράφου. Μαρκαδόρους, ξυλομπογιές, νερομπογιές, κηρομπογιές και τέμπερες σε όλα τα χρώματα και πινέλα σε όλα τα μεγέθη… Όρεξη να είχες μόνο, να ζωγραφίζεις. 


Η Αναστασία, αν και ξετρελαμένη με το δώρο της, επειδή είχε πάει πολύ αργά και έπρεπε να κοιμηθεί, το άφησε πάνω στο γραφείο. Πρωί πρωί την επόμενη μέρα θα ξεκινούσε να ζωγραφίζει.  Έτσι, κοίταξε για λίγο το υπέροχο κουτί, έσβησε το φως και σχεδόν αμέσως την πήρε ο ύπνος. Παντού μέσα στο σπίτι, απόλυτη ησυχία. Παντού, εκτός από το εσωτερικό του ξύλινου κουτιού. Εκεί μέσα γινόταν χαμός…



«Να δείτε που έναν από εμάς θα διαλέξει πρώτο. Είμαστε ο ουρανός, η θάλασσα, η ηρεμία, το όνειρο! », είπε το μπλε και χειροκρότησαν όλες του οι αποχρώσεις.

«Άστο, θα χάσετε. Από το πράσινο θα ξεκινήσει. Μικρό παιδί είναι. Από πού άλλου θα ξεκινήσει; Από την φύση, την ζωή, την ελπίδα!», είπε το πράσινο και όλες του οι αποχρώσεις.

«Ακριβώς έτσι. Επειδή είναι ένα μικρό χαρούμενο παιδί θα ξεκινήσει από το κόκκινο, δηλαδή  την χαρά, την δύναμη, την αγάπη!», ξεσηκώθηκε το κόκκινο και μαζί όλες  του οι αποχρώσεις.

«Μα τι λέτε όλοι σας; Η Αναστασία είναι ένα γερό και ευτυχισμένο παιδί. Τι στοίχημα πάτε ότι θα διαλέξει πρώτα την ευτυχία και την υγεία;», είπε το πορτοκαλί μαζί με τους δικούς του.

«Αχ, τι ακούω! Δεν είδατε την λάμψη και το φως στα μάτια της; Από ένα θερμό χρώμα θα ξεκινήσει. Και σίγουρα από το κίτρινο, τον ήλιο, την ζωντάνια», ζητωκραύγασε το κίτρινο και όλες του οι αποχρώσεις.

Και μετά άρχισαν να μαλώνουν τα θερμά χρώματα με τα ψυχρά.

«Ψυχροί είστε και φαίνεστε. Ακούς εκεί θα μας πείτε και ψυχρούς» , εξαγριώθηκαν  το μπλε, το μωβ και το πράσινο.

«Δεν φταίμε εμείς. Έτσι σας λένε. Τι να πει και το γκρι που το φωνάζουν ουδέτερο», είπαν το κίτρινο, το κόκκινο και το πορτοκαλί και ακούγοντάς τους, το γκρι σχεδόν μαύρισε από το κακό του.
Και ο καβγάς τους, τελειωμό δεν είχε.


Με αυτά και με αυτά, επιτέλους ξημέρωσε. Η Αναστασία εκείνο το πρωί, σηκώθηκε πιο νωρίς απ’ όλους από το κρεβάτι της και έτρεξε μεμιάς να ανοίξει το ξύλινο κουτί με τα χρώματα. Έσκισε μια λευκή σελίδα από το μπλοκ ακουαρέλα της και την στήριξε στην ανοιγμένη πάνω πλευρά του κουτιού. Μετά άρπαξε ένα μαύρο μολύβι και άρχισε να σχεδιάζει ένα πανέμορφο τοπίο, με ένα φάρο δίπλα στη θάλασσα.


«Τζίφος παιδιά! Χάσαμε όλοι. Από το μαύρο μολύβι ξεκίνησε», είπε το πορτοκαλί.

«Αυτό η αλήθεια είναι, δεν το περίμενα. Χάσαμε όλοι το στοίχημα», είπε το πράσινο.


Η Αναστασία είχε σχεδόν τελειώσει το σχέδιο πάνω στην κόλλα ακουαρέλας, όταν την φώναξε η μαμά της να ετοιμαστεί γρήγορα για το σχολείο. Άφησε την κόλλα με το ξύλινο κουτί όπως ήταν και έτρεξε γρήγορα να πλυθεί,  να ντυθεί και να πιει το γάλα της. Την ζωγραφιά θα την γέμιζε με χρώματα, μόλις γυρνούσε. Αφού ετοιμάστηκε λοιπόν, έβαλε το μπουφάν της, πήρε τη σάκα της και όλοι μαζί βγήκαν από το σπίτι κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.


«Πάντως το σχέδιο είναι καταπληκτικό!» παραδέχτηκε το μπλε και όλοι μαζί συμφώνησαν ότι θα γινόταν μια υπέροχη ζωγραφιά.

«Τι λέτε; Να περιμένουμε να γυρίσει από το σχολείο; Εγώ δεν κρατιέμαι», είπε το ασυγκράτητο κόκκινο.

«Ούτε εγώ κρατιέμαι, ούτε κανείς μας  νομίζω. Εμπρός λοιπόν παιδιά. Ζωγραφίστε!», είπε ζωηρά το κίτρινο και όλα μαζί τα χρώματα βγήκαν αμέσως από το κουτί και άρχισαν να γεμίζουν το σχέδιο πάνω στην κόλλα, με τις πιο όμορφες αποχρώσεις, ξεφωνίζοντας όλη την ώρα από χαρά.


Είχε φτάσει μεσημέρι και η Αναστασία γύρισε με τη μαμά της από το σχολείο και έτρεξε αμέσως στο γραφείο της  να συνεχίσει τη ζωγραφιά. Τι να δει όμως! Η ζωγραφιά ήταν έτοιμη και καταπληκτική. Η ωραιότερη ζωγραφιά που είχε δει στη ζωή της. Έτριβε τα μάτια της. Μα ποιος το είχε ζωγραφίσει; Αφού δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Ποιος θα την πίστευε τώρα;


     "Μαμάαα, έλα γρήγορα! Το κουτί με τις μπογιές που μου χάρισες, είναι μαγικό!!!"


Μπέτυ Παναγιωτοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου