Ο Δαχτυλάκης


Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μία γριά. Μία μέρα ή γριά έκοψε ένα λάχανο και χωρίς να το καταλάβει έκοψε μαζί και το δάχτυλό της. Το τύλιξε σ' ένα κουρέλι και το απίθωσε σ’ ένα σκαμνί.
Ξαφνικά ακούει  κάποιος απάνω στο σκαμνί έκλαιγε. Ξεδιπλώνει το κουρέλι και βρίσκει μέσα ένα αγοράκι μικρό - μικρό σαν το δάχτυλό της.
Τα 'χασε ή γριά, φοβήθηκε:
- Ποιος είσ' εσύ;
- Ό γιόκας σου είμαι, γεννήθηκα από το δάχτυλό σου!
Το παίρνει ή γριά, το κοιτάζει  το αγοράκι ήτανε μία σταλιά, μόλις και φαινόταν όταν το 'βαζες χάμω. Και το 'βγάλε Δαχτυλάκη.


 
Άρχισε ό Δαχτυλάκης να μεγαλώνει. Πιο ψηλός δεν έγινε, στο μυαλό όμως ήτανε πιο έξυπνος κι από μεγάλο.
Μία μέρα λέει:
- Πού είναι ό πατερούλης μου;
- Πήγε στο χωράφι να οργώσει.
- Θα πάω να τον βοηθήσω.
- Να πας, παιδάκι μου.
Πάει στο χωράφι.
-Καλημέρα, πατερούλη!
Κοιτάζει ό γέρος γύρω - γύρω:
- Τι θαύμα είναι αυτό! 'Ακούω μία φωνή, δε βλέπω όμως κανένα. Ποιος είν' αυτός πού μού μιλάει;
- Εγώ, ό γιόκας σου. Ήρθα να σε βοηθήσω στο όργωμα. Κάθισε, πατερούλη, να φας και να ξεκουραστείς λιγάκι.
Χάρηκε ό γέρος, κάθισε να φάει για μεσημέρι. Κι ό Δαχτυλάκης σκαρφάλωσε στο αυτί του αλόγου κι άρχισε να οργώνει. Λέει στον πατέρα του:
-Αν γυρέψει κανένας να με αγοράσει, μη φοβηθείς να με πουλήσεις. Εγώ δε θα χαθώ. Θα ξαναγυρίσω σπίτι.
Εκείνη την ώρα περνούσε ένας άρχοντας, κοιτάζει και μένει με το στόμα ανοιχτό: το άλογο περπατούσε, το αλέτρι όργωνε, άνθρωπος όμως δε φαινότανε!
- Αυτό κανένας ως τώρα ούτε το είδε ούτε το άκουσε, να οργώνει το άλογο μοναχό του!
Τού λέει ό γέρος:
- Αόμματος είσαι και δε βλέπεις; Ό γιος μου οργώνει.
- Πούλησε μου τον.
Όχι, δεν τον πουλάω. Είναι ή μόνη μας χαρά εμένα και τής γριάς μου, ή μόνη μας παρηγοριά, το αγοράκι μας ό Δαχτυλάκης.
- Πούλησε μου τον, παππούλη!
- Αν μού δίνεις χίλια ρούβλια.
- Γιατί τόσα πολλά;
- Το βλέπεις και μόνος σου: μπορεί το αγοράκι να είναι μικρό αλλά είναι λεβέντης. Τα πόδια του έχουν φτερά, τι και να τού πεις στη στιγμή το κάνει.
Δίνει ό άρχοντας τα χίλια ρούβλια, παίρνει το αγοράκι, το βάζει στην τσέπη του και ξεκινάει για το σπίτι του.
Ό Δαχτυλάκης ροκάνισε την τσέπη, έκαμε μία τρύπα και το 'σκάσε.
Πήγαινε, πήγαινε, τον βρήκε ή μαύρη νύχτα.
Κρύφτηκε κάτω από ένα χορταράκι στην άκρη τού δρόμου και τον πήρε ό ύπνος.
"Έρχεται τρεχάτος ένας σταχτής λύκος πεινασμένος και τον καταπίνει.
Ό Δαχτυλάκης καθότανε ζωντανός μέσα στην κοιλιά τού λύκου κι ούτε τον ένοιαζε καθόλου.
Ό σταχτής λύκος ήτανε πού τα βρήκε σκούρα: Βλέπει ένα κοπάδι, τα πρόβατα βόσκανε, ό βοσκός κοιμότανε, μόλις όμως ζύγωσε κρυφά - κρυφά ν' αρπάξει κανένα πρόβατο, ό Δαχτυλάκης άρχισε να φωνάζει όσο μπορούσε πιο δυνατά:
- Βοσκέ! Βοσκέ! Εσύ κοιμάσαι κι ό λύκος πάει να σού κλέψει ένα πρόβατο!
Ξυπνάει ό βοσκός, ορμάνι πάνω στο λύκο με μία μαγκούρα, τον πιάνουνε και τα σκυλιά και τον καταξεσκίζουνε• Μόλις και τα κατάφερε ό σταχτής λύκος να ξεφύγει•
Σιγά - σιγά ό λύκος αδυνάτισε πολύ, κόντευε να πεθάνει από την πείνα• Παρακαλάει τον Δαχτυλάκη:
-Έλα, βγες έξω!
- Πήγαινε με στο σπίτι μου, στον κύρη μου και στη μάνα μου και τότε βγαίνω.
Τι να κάμει ό λύκος, τραβάει για το χωριό και πάει γραμμή στην καλύβα τού γέρου.
Πετάγεται αμέσως ό Δαχτυλάκης μέσα από την κοιλιά τού λύκου και φωνάζει:
-Βαράτε τον το λύκο! Βαράτε τον!
Αρπάζει ό γέρος το φτυάρι τού φούρνου, αρπάζει κι ή γριά μία μασιά κι αρχίσανε να χτυπάνε το λύκο. Τον σκοτώσανε, τού βγάλανε το πετσί του και φτιάξανε μια κάπα για το γιόκα τους.

Δες και το παραμύθι των αδερφών Grimm εδώ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου