Ο μύθος της Αλκυόνης



Μια φορά κι έναν καιρό στην αρχαία πόλη Τραχίνα της Θεσσαλικής Φθιώτιδας στους δυτικούς πρόποδες της Οίτης, ήταν βασιλιάς ο Κήυκας. Ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με όλα τα καλά του κόσμου μαζεμένα πάνω του. Ήταν νέος, ήταν πλούσιος, ήταν γενναίος, ήταν όμορφος. Και ήταν και βασιλιάς, μην το ξεχνάμε! Όλα τα κορίτσια της εποχής του ονειρεύονταν να τον κάνουν άντρα τους. Και εκείνος, όταν αποφάσισε να παντρευτεί, διάλεξε για γυναίκα του μια πανέμορφη κοπέλα, την Αλκυόνη, κόρη του Αιόλου, του θεού των ανέμων, και της Ενάρετης.



Παντρεύτηκαν, λοιπόν, ο Κύηκας με την Αλκυόνη, έγιναν ένα ταιριαστό ζευγάρι και ζούσαν ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι στο βασίλειό τους. Θεοί και θνητοί τους θαύμαζαν για τη μεγάλη φυσική ομορφιά τους, αλλά και για τη μεγάλη αγάπη που είχε ο ένας για τον άλλον. Τόση ήταν η αγάπη τους και τόσο ευτυχισμένες ήταν οι μέρες τους, που σιγά- σιγά άρχισαν να νιώθουν ότι είναι θεοί ή τουλάχιστον ίσοι με τους θεούς. Ο Κήυκας ένιωθε σαν το βασιλιά των θεών, το Δία, και η Αλκυόνη σαν τη θεά Δεν άργησαν μάλιστα να φωνάζουν χαϊδευτικά ο ένας τον άλλο με αυτά ακριβώς τα ονόματα: Δίας ο Κήυκας, Ήρα η Αλκυόνη. Και το χειρότερο. Έφτασαν να ζητήσουν και από τους κατοίκους της πόλης να τους φωνάζουν με αυτά τα ονόματα! 

Οι κάτοικοι δεν είχαν πρόβλημα. Καλός ήταν ο βασιλιάς, καλή και η βασίλισσά τους και τους φώναζαν «Δία» και «Ήρα». Είχε όμως κάποιος άλλος πρόβλημα: ο ίδιος ο Δίας, ο κανονικός, που δεν τα σήκωνε αυτά τα πράγματα! Οργίστηκε ο βασιλιάς των θεών και σκέφτηκε να τους επιβάλλει μεγάλη τιμωρία για την ασέβεια και την αλαζονεία τους. Και περίμενε την κατάλληλη στιγμή, για να τιμωρήσει το αγαπημένο ζευγάρι, που τόλμησε να συγκριθεί με τους Θεούς.

Ο Κήυκας είχε κι έναν αδελφό, το Δαιδαλίωνα, που ήταν σκληρός, βίαιος και πολεμοχαρής. Ο Δαιδαλίων είχε μια όμορφη κόρη, τη Χιόνη, που τη σκότωσε η Άρτεμις, επειδή καυχήθηκε ότι ήταν πιο όμορφη από τη θεά. Όταν πέθανε η κόρη του, η Χιόνη, ο Δαιδαλίωνας δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το χαμό της και αυτοκτόνησε πέφτοντας από το όρος Παρνασσό. Κατά την πτώση του μάλιστα οι θεοί τον μεταμόρφωσαν σε γεράκι. Ο Κύηκας ένιωσε μεγάλο πόνο για το χαμό του αδελφού του και ανησυχούσε από κάποια δυσοίωνα σημάδια, που είχε παρατηρήσει μετά τον παράξενο θάνατο του αδελφό του. Έτσι, αποφάσισε να ταξιδέψει προς το μαντείο των Δελφών, για να συμβουλευτεί τον Απόλλωνα.

Καθώς το ταξίδι από τη στεριά ήταν επικίνδυνο, γιατί υπήρχαν πολλοί ληστές στην περιοχή, αποφάσισε να πάει στους Δελφούς ακτοπλοϊκώς. Η Αλκυόνη, η οποία φοβόταν τη θάλασσα και αγαπούσε τον άντρα της, προσπάθησε να τον πείσει να μην κάνει το ταξίδι ή, τουλάχιστον, να την πάρει μαζί του. Αλλά ο Κύηκας ούτε να εγκαταλείψει το ταξίδι του ήθελε ούτε να πάρει την Αλκυόνη μαζί του. Έτσι ξεκίνησε μόνος του, ενώ η Αλκυόνη έκλαιγε απαρηγόρητη και προσευχόταν στην Ήρα για την ασφάλεια του συζύγου της.

Οι φόβοι και οι προειδοποιήσεις της Αλκυόνης αποδείχθηκαν αληθινές. Διότι όταν ο Κήυκας έπλεε με το καράβι του στη θάλασσα, ο Δίας βρήκε την ευκαιρία να τον τιμωρήσει. Έστειλε μια φοβερή καταιγίδα, τον έζωσε με βροντές και αστραπές και το καράβι του έγινε κομμάτια. Αβοήθητος μέσα στη φουρτούνα ο Κύηκας παρασύρθηκε από τα νερά και χάθηκε στο βαθύ πέλαγος. Μόλις που πρόλαβε να προσευχηθεί στα κύματα να μεταφέρουν το σώμα του στην αγαπημένη του σύζυγο.Η Αλκυόνη κατά τη διάρκεια της απουσίας του πήγαινε κάθε μέρα στο ακρογιάλι και τον περίμενε ανήσυχη. Ανώφελα όμως τον έψαχνε παντού, γιατί ήταν ήδη νεκρός. Και όσο αργούσε να φανεί ο αγαπημένος της, άρχισε να μοιρολογεί στην ακρογιαλιά και παρακαλούσε τους Θεούς να την λυπηθούν. Οι μέρες περνούσαν και ο θρήνος δεν σταματούσε. Τότε ο Δίας λυπήθηκε την Αλκυόνη και παρακάλεσε την Ήρα να στείλει την Ίριδα ως αγγελιοφόρο των θεών στον Ύπνο και να του πει να φανερώσει στην Αλκυόνη με ένα όνειρο την αλήθεια για το θάνατο του συζύγου της. Και ο Ύπνος έστειλε τον γιό του, το Μορφέα, με την μορφή του Κύηκα, ο οποίος πήγε και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι της Αλκυόνης και της φανέρωσε την αλήθεια.Μόλις έμαθε η Αλκυόνη το χαμό του Κήυκα, έσκισε τα μάγουλα και τα ρούχα της, ξερίζωσε τα μαλλιά της και έτρεξε αμέσως στην ακρογιαλιά να τον βρει, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει πως είχε πνιγεί. Τρελαμένη η δύστυχη γυναίκα, έτρεχε από δω και από κει στις έρημες βαλτώδεις εκβολές των ποταμών και μέσα στις πυκνές καλαμιές τους, για να βρει τον αγαπημένο της Κήυκα. Κάποια στιγμή είδε στη θάλασσα σπασμένα σανίδια από κάποιο καράβι και κάποια κουρέλια. Τότε κατάλαβε και άρχισε να κλαίει πάνω στο βράχο. Πέρασε η μέρα, έφθασε η νύχτα, ξημέρωσε το επόμενο πρωί κι ήρθε η επόμενη νύχτα. Και σαν αυτές, ήρθαν μέρες και νύχτες πολλές, μα η Αλκυόνη δε σταματούσε το κλάμα.

Ο Δίας την πόνεσε. Στενοχωρήθηκε για τον καημό της και τη μεταμόρφωσε σε πουλί, για να τελειώσει το κλάμα, τον πόνο και το μαρτύριο της και να μπορεί να ψάχνει στις ακρογιαλιές και στις θάλασσες για να βρει τον αγαπημένο της. Η Αλκυόνη από τότε μεταμορφωμένη σε ψαροπούλι ζει κοντά στη θάλασσα και κοιτά διαρκώς τα νερά της μήπως και εμφανιστεί πάνω σε κάποιο αφρισμένο κύμα ο αγαπημένος της Κήυκας [4].

Ακόμα και τότε όμως η δυστυχία δεν την εγκατέλειψε. Γιατί, αντίθετα από τ’ άλλα πουλιά που γεννούν και κλωσούν τ’ αυγά τους την άνοιξη, η Αλκυόνη γεννούσε τα αυγά της μέσα στο καταχείμωνο κάθε Γενάρη πάνω στους βράχους των ακροθαλασσιών. Ο άγριος χειμώνας του Γενάρη και τα μανιασμένα κύματα της θάλασσας κατέστρεφαν τη φωλιά της και έσπαγαν τα αυγά της. Η Αλκυόνη έβαζε τα αυγά της στις σχισμές των βράχων. Όταν όμως μετά την επώαση έβγαιναν τα νεογέννητα πουλάκια της, τα ορμητικά κύματα τα άρπαζαν και χάνονταν στη θάλασσα, κάνοντάς την να κλαίει σπαραχτικά. Ο Δίας τη λυπήθηκε ξανά και πήρε την απόφαση για 10-15 μέρες μέσα στο καταχείμωνο να καταλαγιάζουν οι άνεμοι, να ηρεμεί η θάλασσα, να λάμπει ο ήλιος και να ζεσταίνει ο καιρός, ώστε να μπορεί η Αλκυόνη να κλωσάει τα αβγά της και τα πουλάκια της να μπορέσουν να πετάξουν. Τούτες οι μέρες πήραν το όνομά της κι Αλκυονίδες τις λένε εκατοντάδες χρόνια οι Έλληνες.

Πηγή: argolikivivliothiki

Ακούστε τον μύθο εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου